ραδιογωνιομετρικός

ραδιογωνιομετρικός
-ή, -ό, Ν [ραδιογωνιομετρία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιογωνιομετρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραδιογωνιομετρικός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με τη ραδιογωνιομετρία ή το ραδιογωνιόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραδιογωνι(α)κός — ή, ό, Ν ο ραδιογωνιομετρικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”